- χιονοστεφής
- ης, ες заснеженный (о вершине горы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιονοστεφής — ές, Ν (για όρος) αυτός που έχει κορυφή καλυμμένη με χιόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + στεφής (< στέφω), πρβλ. δαφνο στεφής, ηλιο στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκ. Δ. Βυζάντιο] … Dictionary of Greek